Διερεύνηση του υπερτασικού ασθενούς

Η αρτηριακή υπέρταση (ΑΥ) αποτελέι μια από τις συχνότερες παθολογικές καταστάσεις στο σύγχρονο κόσμο με ολοένα και αυξανόμενη επίπτωση στον πληθυσμό. Ως ΑΥ ορίζεται η σταθερή αύξηση της αρτηριακής πίεσης (ΑΠ). Συστολική («μεγάλη») ΑΠ > 140 mmHg και/ή διαστολική («μικρή») ΑΠ > 90 mmHg (όταν αυτή μετράται στο ιατρείο), που παραμένει αθεράπευτη επί μακρόν, έχει ως επακόλουθο βλάβη στα αγγεία του οργανισμού με τελικό αποτέλεσμα εμφάνιση επιπλοκών από όργανα-στόχους της υπέρτασης, όπως η καρδιά (έμφραγμα μυοκαρδίου, στηθάγχη, καρδιακή ανεπάρκεια), οι νεφροί (χρόνια νεφρική νόσος), τα αγγεία του εγκεφάλου (αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο), τα αγγεία των άκρων (περιφερική αρτηριοπάθεια), οι οφθαλμοί κλπ. Η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση της ΑΥ με κατάλληλα υγιεινοδιαιτητικά και φαρμακευτικά μέτρα, όταν αυτή ακόμα βρίσκεται σε ασυμπτωματική μορφή, είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την πρόληψη των επιπλοκών και την εξασφάλιση καλής καρδιαγγειακής υγείας των ασθενών.

Η διάγνωση και αντιμετώπιση της ΑΥ είναι ευθύνη του κλινικού ιατρού, ο οποίος θα καθοδηγήσει κατάλληλα τον ασθενή με στόχο τη ρύθμιση των επιπέδων της ΑΠ και απώτερο σκοπό την αποφυγή των επιπλοκών. Στο πλευρό του κλινικού ιατρού βρίσκεται μια πληθώρα εργαστηριακών εξετάσεων που, όταν χρησιμοποιηθούν κατάλληλα, είναι πολύτιμες για την ορθότερη διαγνωστική προσέγγιση και βέλτιστη θεραπευτική αντιμετώπιση του πάσχοντα. Η διαγνωστική διερεύνηση του υπερτασικού ασθενούς εστιάζει στην τεκμηρίωση της διάγνωσης ΑΥ, στη διερεύνηση για πιθανά δευτεροπαθή αίτια ΑΥ, στην αποκάλυψη παρουσίας ασυμπτωματικών βλάβών οργάνων-στόχων, στην αξιολόγηση του συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου και στο σχεδιασμό και την παρακολούθηση της θεραπείας.

Η διάγνωση της ΑΥ τίθεται με μετρήσεις της ΑΠ στο ιατρείο και συμπληρώνεται με μετρήσεις από τον ασθενή εκτός ιατρείου (κατ’οίκον μετρήσεις ΑΠ). Τεκμηρίωση της διάγνωσης μπορεί να γίνει σε περιπτώσεις αμφιβολίας με την περιπατητική μέτρηση της ΑΠ (χόλτερ αρτηριακής πίεσης). Η εξέταση αυτή παρέχει πολύτιμες πληροφορίες, καθώς καταγράφει πολλές μετρήσεις ΑΠ στο φυσικό περιβάλλον του ασθενούς για ένα 24ωρο και επιτρέπει τον υπολογισμό της μέσης τιμής της ΑΠ. Επιπλεόν, γίνονται μετρήσεις κατά τον ύπνο που είναι χρήσιμες στη διάγνωση παθολογικών καταστάσεων όπως λ.χ. το σύνδρομο υπνικής άπνοιας. Με το χολτερ ΑΠ μπορεί να αποκαλυφθεί η λεγόμενη συγκεκαλυμένη υπέρταση (δηλαδή φυσιολογική ΑΠ στο ιατρείο, αλλά αυξημένη ΑΠ εκτός ιατρείου) και να ελεγχθεί το αποτέλεσμα της θεραπευτικής αγωγής. Μια ακόμη εξέταση, η δοκιμασία κόπωσης (τεστ κοπώσεως), πέραν του χρήσιμου ρολου της στην αποκάλυψη της στεφανιαίας νόσου, μπορεί επιπλέον να αποκαλύψει αυξήσεις της ΑΠ κατά την άσκηση και να οδηγήσει σε περαιτέρω έλεγχο για διάγνωση πιθανής ΑΥ.

Η συνηθέστερη μορφή ΑΥ είναι η λεγόμενη ιδιοπαθής ΑΥ, αυτή δηλαδή που οφείλεται στην πρόοδο της ηλικίας, στον τρόπο ζωής και σε ιδιοσυγκρασιακούς παράγοντες, οπότε δεν υπάρχει συγκεκριμένο αντιμετωπίσιμο αίτιο. Εντούτοις, σπανιότερα, η ΑΥ μπορεί να είναι αποτέλεσμα παθήσεων των ενδοκρινών αδένων (θυρεοειδής, επινεφρίδια), παθήσεων των νεφρών, συνδρόμου άπνοιας κατά τον ύπνο κλπ. Το ιστορικό και η κλινική εξέταση θα κατευθύνουν προς την πιθανότητα δευτεροπαθούς υπέρτασης, εντούτοις, είναι συνήθης πρακτική, όταν διαπιστωθεί η παρουσία ΑΥ, κάποια δευτεροπαθή αίτια να αποκλείονται με απλές εξετάσεις αίματος που ελέγχουν τη νεφρική λειτουργία (ουρία, κρεατινίνη, ουρικό οξύ), τους ηλεκτρολύτες (κάλιο, νάτριο, ασβέστιο) και τη λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα (TSH).

Για την αποκάλυψη πιθανών βλαβών σε όργανα-στόχους της ΑΥ έχουν θέση παρακλινικές εξετάσεις όπως το ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ), το υπερηχογράφημα (triplex) καρδιάς και καρωτίδων, η γενική εξέταση ούρων, η βυθοσκόπηση των οφθαλμών κλπ. Το ΗΚΓ είναι απαραίτητη εξέταση για κάθε ασθενή με ΑΥ, καθώς μπορεί να αποκαλύψει πάχυνση των τοιχωμάτων της καρδιάς, διάταση του αριστερού κόλπου, ισχαιμία ή αρρυθμίες. Επί παθολογικών ευρημάτων ή άλλων ενδείξεων μπορεί να κριθεί απαραίτητη η 24ωρη πρακολούθηση του καρδιακού ρυθμού με Holter ΗΚΓ, κυρίως για την αποκάλυψη αρρυθμιών που δεν αποτυπόνονται στο απλό ΗΚΓ ηρεμίας.

Η πλειονότητα των υπερτασικών ασθενών είναι σκόπιμο να υποβληθούν σε triplex καρδιάς που αποτελέι ανώδυνη και ασφαλή μελέτη της καρδιακής λειτουργίας με υπερήχους. Η εξέταση αυτή είναι περισσότερο ευαίσθητη από το ΗΚΓ στην αποκάλυψη υπερτροφίας της καρδιάς και  διαστολικής δυσλειτουργίας που μπορούν να προκύψουν από αρρύθμιστη ΑΥ. Επιπλέον το triplex καρδιάς μπορεί να αποκαλύψει διάταση των κόλπων της καρδιάς, που προδιαθέτει σε αρρυθμίες όπως η κολπική μαρμαρυγή, και διάταση της αορτής (ανεύρυσμα) που απαιτεί περισσότερο άμεση και εντατική αντιμετώπιση της ΑΥ για αποφυγή επικύνδυνων επιπλοκών (ρήξη ανευρύσματος). Τέλος, το υπερηχογράφημα καρδιάς αποτελέι εξέταση εκλογής για τη διάγνωση βαλβιδοπαθειών, μυοκαρδιοπαθειών, συγγενών καρδιοπαθειών των ενηλίκων κλπ.

Βλάβη στους νεφρούς μπορεί να αποκαλυφθεί με την ανίχνευση πρωτεΐνης (λεύκωμα)στη γενική εξέταση ούρων. Θετικά ευρήματα θα οδηγήσουν στη συλλογή ούρων 24ώρου για ποσοστικοποίηση του λευκώματος των ούρων και ενδεχομένως επέκταση του ελέγχου με υπερηχογράφημα νεφρών ή άλλες διαγνωστικές εξετάσεις. Η εμφάνιση βλάβης στους οφθαλμούς ανιχνέυεται με εξέταση από τον οφθαλμίατρο και βυθοσκόπηση, σήμερα όμως είναι ασυνήθης η προσβολή των οφθαλμών από την ΑΥ γιατί η διάγνωση και η θεραπεία πραγματοποιούνται πρωιμότερα σε σύγκριση με παλαιότερα χρόνια.

Στο πλαίσιο της συνολικής αξιολόγησης των ασθενών με υπέρταση είναι απαραίτητες εξετάσεις που αποκαλύπτουν άλλους, πλήν της ΑΥ, παράγοντες καρδιαγγειακού  κινδύνου. Η γενική εξέταση αίματος, η γλυκόζη (σάκχαρο) νηστείας, τα λιπίδια (ολική, «καλή», «κακή» χοληστερόλη και τριγλυκερίδια) αποτελούν εξετάσεις ρουτίνας. Αν διαπιστωθεί δυσλιπιδαιμία ή σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ) θα απαιτηθούν συμπληρωματικές εξετάσεις, έναρξη θεραπείας και παρακολούθηση με επανέλεγχο αιματολογικών παραμέτρων όπως  λ.χ. η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη. Το triplex καρωτίδων μπορεί να αποκαλύψει ασυμπτωματικές αθηρωματικές πλάκες στις καρωτίδες αρτηρίες και να οδηγήσει σε επιθετικότερη αντιμετώπιση των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου.

Ο διαγνωστικός έλεγχος των πασχόντων μπορεί να επεκταθεί στις περιπτώσεις που υπάρχει συμπτωματολογία. Έτσι, ο υπερτασικός ασθενής με νευρολογικές διαταραχές στις νοητικές λειτουργίες μπορεί να χρειασθεί να υποβληθεί σε απεικονιστικές εξετάσεις του εγκεφάλου (αξονική ή μαγνητική τομογραφία). Όταν υπέρχει προκάρδιο άλγος (πόνος στο στήθος, στηθάγχη) μπορεί να κριθεί απαράιτητος ο έλεγχος με στεφανιογραφία, ενώ διαταραχές της βάδισης με εμφάνιση πόνου (διαλείπουσα χωλότητα) θα διερευνηθούν περαιτέρω με triplex των αρτηριών των κάτω άκρων.

Η χορήγηση φαρμακευτικής αντιυπερτασικής αγωγής, αν και αποτελεσματική και ασφαλής, επιβάλλει την τακτική επανεξέταση του ασθενούς και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εργαστηριακό έλεγχο κυρίως με αιματολογικές εξετάσεις για την παρακολούθηση της επίδρασης των φαρμάκων στη νεφρική λειτουργία. Επιπλέον, ταλκτικός εργαστηριακός επανέλεγχος μπορεί να χρειασθεί για την παρακολούθηση της ανταπόκρισης στη θεραπεία άλλων συνυπαρχουσών παθολογικών καταστάσεων, όπως ο ΣΔ και η δυσλιπιδαιμία.

Η λήψη του ιατρικού ιστορικού και η κλινική εξέταση του υπερτασικού ασθενούς από τον έμπειρο κλινικό ιατρό είναι ζωτικής σημασίας και καμμία εργαστηριακή εξέταση δεν μπορεί να υποκαταστήσει την επαφή του ασθενούς με τον θεράποντα ιατρό. Ο ρόλος του παρακλινικού εργαστηριακού ελέγχου είναι πάντα συμπληρωματικός και οι διαγνωστικές εξετάσεις πρέπει να αποστέλλονται και να αξιολογούνται από τον θεράποντα ιατρό και να μην γίνονται αποσπασματικά και μεμωνομένα. Ο διαγνωστικός έλγχος μπορεί να  αποτελέσει πολύτιμο εργαλείο στα χέρια του κλινικού ιατρού στο πλαίσιο της συνολικής αξιολόγησης και βέλτιστης αντιμετώπισης του ασθενούς με ΑΥ.

 

Χρήστος Μιχαλακέας, MD, PhD

Καρδιολόγος